ἀγεωμέτρητος

ἀγεωμέτρητος
ἀγεωμέτρητος
ignorant of geometry
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αγεωμέτρητος — η, ο (Α ἀγεωμέτρητος, ον) [γεωμετρῶ] αυτός που δεν γνωρίζει γεωμετρία και, γενικά, μαθηματικά αρχ. 1. (για μαθημ. προβλήματα ή γεωμ. σχήματα) ο μη γεωμετρικός, ανώμαλος, ακανόνιστος 2. απαίδευτος, αμαθής «ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω», φρ.… …   Dictionary of Greek

  • αγεωμέτρητος — η, ο αυτός που δεν ξέρει γεωμετρία, μαθηματικά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀγεωμετρήτως — ἀγεωμέτρητος ignorant of geometry adverbial ἀγεωμέτρητος ignorant of geometry masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγεωμέτρητον — ἀγεωμέτρητος ignorant of geometry masc/fem acc sg ἀγεωμέτρητος ignorant of geometry neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγεωμετρήτοις — ἀγεωμέτρητος ignorant of geometry masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγεωμετρήτου — ἀγεωμέτρητος ignorant of geometry masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγεωμετρήτους — ἀγεωμέτρητος ignorant of geometry masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγεωμετρήτων — ἀγεωμέτρητος ignorant of geometry masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγεωμέτρητα — ἀγεωμέτρητος ignorant of geometry neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγεωμέτρητοι — ἀγεωμέτρητος ignorant of geometry masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”